- πνοή
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.)3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή κι εμίλησε», Ερωτόκρ.β. «ἔμπνους μὲν εἰμί... καὶ πνοάς... πνέω», Ευρ.)νεοελλ.1. ζωή, ύπαρξη («συ μού έδωκας την πνοήν», Κάλβ.)2. μτφ. δύναμη που εμπνέει, έμπνευση («έργο γεμάτο πνοή»)3. μτφ. ζωντάνια («δεν έχει πνοή μέσα του»)4. φρ. α) «μέχρι την τελευταία του πνοή» — ώσπου να πεθάνειβ) «έργο μακράς πνοής» και «μακρόπνοο έργο» — έργο διαχρονικό, μεγάλης διάρκειαςαρχ.1. κάθε ζωντανός οργανισμός («Κριτὴς καὶ Βασιλεὺς πάσης πνοῆς Χριστὸς ὁ Κύριος», Μηναί.)2. ατμός, οσμή, αναθυμίαση («τηγάνου πνοαί», Εύβουλ.)3. (για άλογα) βαριά αναπνοή, ξεφύσημα («τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλον ἱππικαὶ πνοαί», Σοφ.)4. (για πνευστά όργανα) ήχος («αὐλῶν πνοῆς», Αριστοφ.)5. φύσημα τών φυσητήρων6. φρ. α) «ὀλίγη πνοή» — άνεμος μικρής διάρκειας ή χαμηλής έντασηςβ) «πνοὴ βιαία» — δυνατός άνεμοςγ) «πνοὴ Ἡφαίστου» και «πνοὴ πυρός» — φλόγαδ) «ἔχω πνοάς»i) αναπνέωii) ζωε) «ἅμ' ἀνέμων πνοαῑσι βαίνω» — τρέχω γρήγορα σαν τον άνεμοστ) «πέτομαι (μετὰ) πνοιῇς ἀνέμοιο» — πετώ γρήγορα σαν τον ανέμοζ) «ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο» — γρήγορα σαν τον άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τού πνέω*].
Dictionary of Greek. 2013.